- Αλγερινός
- ο , Αλγερινόςίνη и Αλγερινόςίνα η1) алжир|ец, -ка; 2) ист. пирит
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Αλγερινός, -ή — και Αλγερίνος, α και Αλτζερίνος, α ο ιθαγενής του Αλγεριού … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αλγερινός — αλγερινός, ή, ό και αλγερίνικος, η, ο και αλτζερίνικος, η, ο αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο Αλγέρι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αλγερινός — ή, ό και αλγερινός, αλτζερίνος 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην Αλγερία 2. αυτός που προέρχεται από την Αλγερία 3. ως ουσ. ο κάτοικος τής Αλγερίας ή όποιος κατάγεται από αυτήν 4. πειρατής, κουρσάρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < Αλγερία. ΠΑΡ. νεοελλ.… … Dictionary of Greek
Αλγερία — I (Αστρον.).Αστεροειδής που το φαινόμενο μέγεθός του στη μέση αντίθεσή του είναι ίσο προς 14,6, ενώ αν βρισκόταν σε απόσταση μιας αστρονομικής μονάδας από τον Ήλιο και από τη Γη θα είχε φαινόμενο μέγεθος 10,5. II Κράτος της βορειοδυτικής… … Dictionary of Greek
αθλητισμός — Η επίδοση στα αθλήματα, η εκγύμναση του σώματος. Με μια ειδικότερη έννοια, ο όρος αναφέρεται σε ένα σύνολο αθλημάτων, που ξεκινούν από τις φυσικές σωματικές ασκήσεις του ανθρώπου (βάδισμα, τρέξιμο, άλματα, ρίψεις). Αρχικά, ήταν η συστηματική… … Dictionary of Greek
αλγεριακός — και αλγερικός, ή, ό ο αλγερινός … Dictionary of Greek
Αμπντ ελ-Καντέρ ή Αμπντ αλ-Καντέρ — (Μασκάρα 1807 Δαμασκός 1883). Αλγερινός εμίρης.Ανήκε σε πλούσια και παλιά οικογένεια και έκανε αξιόλογες σπουδές. Για δεκαπέντε χρόνια υπήρξε o εμψυχωτής του σκληρού και επίμονου αγώνα των αλγερινών φυλών για την ανεξαρτησία της Αλγερίας, που την … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Ιστορία (Βυζάντιο, Τουρκοκρατία) — ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΠΕΡΙΓΡΑΜΜΑ ΤΩΝ ΒΥΖΑΝΤΙΝΩΝ ΧΡΟΝΩΝ Η ιστορία του Βυζαντίου, μακρόχρονη και περιεκτική σε γεγονότα, παρουσιάζει εξαιρετικό ενδιαφέρον. Οικοδομημένη πάνω στα θεμέλια ενός οργανωμένου και ισχυρού ρωμαϊκού κράτους, κατέληξε σε μια δομή καθαρά… … Dictionary of Greek
Μπεν Μπελά, Αχμέτ — (Mαρνία, Οράν 1919 –). Αλγερινός επαναστάτης και πολιτικός. Υπήρξε ένας από τους πρωταγωνιστές του αγώνα ενάντια στη γαλλική αποικιοκρατία μετά τον Β’ Παγκόσμιο πόλεμο. Μέλος του Κινήματος για τον Θρίαμβο των Δημοκρατικών Ελευθεριών το 1946… … Dictionary of Greek
Ρέθυμνο — Πόλη της Κρήτης, πρωτεύουσα της ομώνυμης πρώην επαρχίας (350 τ. χλμ.) και του ομώνυμου νομού, η τρίτη σε πληθυσμό πόλη της Κρήτης μετά τον Ηράκλειο και τα Χανιά. στον δήμο Ρ., υπάγονται οι οικισμοί Γάλλος, Ξηρό Χωριό, Αγία Ειρήνη, Γιαννούδι,… … Dictionary of Greek
αλτζερίνικος — η, ο βλ. αλγερινός, ή, ό … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)